Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

          

















           Από τη Λωζάνη στον Ερντογάν

Η συνθήκη της Λωζάνης αποτελεί την κορύφωση της αδικίας και μέγιστο κακό για  ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ουδείς υποστηρίζει ότι η συνθήκη αυτή αποτελεί έντιμον ειρήνην. (Λόϋντ  Τζόρτζ, πρωθυπουργός της Αγγλίας  το διάστημα 1916 – 1922)

Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ Ερντογάν στην Αθήνα υπαγορεύτηκε μάλλον από την Ουάσιγκτον, ώστε μέσω Αθήνας να υπάρξει κάποια βολιδοσκόπηση των διαθέσεων της Τουρκίας για τα βρώμικα σχέδια Αμερικανών και Ισραηλινών που ξεδιπλώνονται στη Μ. Ανατολή και Κύπρο. Μια πρόγευση πήραμε ήδη από την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, από το άκρως επικίνδυνο πιόνι του βαθέος αμερικανικού κράτους, τον ανεγκέφαλο πρόεδρο Τράμπ. Και τότε (το 1922) και σήμερα οι αιτίες της αστάθειας, της έντασης και των πολέμων στην ευρύτερη περιοχή μας ήταν και είναι ακριβώς οι ίδιες:  Από τη μια τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής και το Κουρδικό, από την άλλη, η λυσσαλέα προσπάθεια για «ανάσχεση» τότε της Σοβιετικής Ένωσης και  σήμερα της Ρωσίας. Η Οθωμανική αυτοκρατορία τότε έπνεε τα λοίσθια και ο Κεμάλ απλά την αποτελείωσε παίρνοντας την εξουσία (το 1920) και διώχνοντας τον Σουλτάνο.  Στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός και άνθρωπος των Άγγλων Ελ. Βενιζέλος, με προτροπή τους, δέχτηκε το 1919 να στείλει ελληνικό στρατό στη Μ. Ασία, προκειμένου να συνεισφέρει στον σχεδιαζόμενο διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς όφελος των νικητριών δυνάμεων (Αγγλίας-Γαλλίας – Ιταλίας) του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και με την υπόσχεση ότι στην Ελλάδα θα παραχωρηθούν τα παράλια της Μ. Ασίας στο Αιγαίο κι ενδεχομένως και η Κων/πολις. Τον Αύγουστο του 1922, ο Κεμάλ ανέτρεψε τα σχέδια των Αγγλογάλλων νικώντας τον Ελληνικό στρατό στο  Αφιόν Καραχισάρ. Οι Αγγλογάλλοι, δήθεν σύμμαχοι του Βενιζέλου δεν έκαναν τίποτα για να αποτρέψουν την ήττα του Ελληνικού Στρατού και τις σφαγές του ελληνικού στοιχείου σε Ιωνία και Πόντο. Αντιθέτως ουδέποτε έπαψαν να  προσφέρουν όπλα και χρήματα στον Κεμάλ τρομοκρατημένοι από την συμμαχία που είχε αναπτύξει εντωμεταξύ με τον Λένιν, που αναγνώρισε τον Κεμάλ ως τη μόνη κυβερνητική εξουσία της Τουρκίας.

ΕΤΣΙ, 3000 χρόνια ελληνικής παρουσίας στη περιοχή που τη διαμόρφωσε ιστορικά και πολιτισμικά, διακόπηκε βίαια με την καθοριστική συμβολή των υποτιθέμενων συμμάχων και των εν Ελλάδι ανδρεικέλων τους, Βενιζέλου, Βασιλιά, αστών πολιτικών και στρατιωτικής ηγεσίας, που αντιμάχονταν μεταξύ τους προκαλώντας τεράστια καταστροφή στη χώρα και διχασμό στο λαό. Οι αλλεπάλληλες προσπάθειες των Σοβιετικών να αναγνωριστεί η νέα εξουσία των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, με αντάλλαγμα την σοβιετική στήριξη στην Ελλάδα, συναντούσαν τοίχο από την ελληνική κυβέρνηση του Βενιζέλου. Το σοβιετικό καθεστώς τελικά αναγνωρίστηκε από την Ελλάδα μόλις το 1924 και όταν είχαν επισυμβεί όλες οι καταστροφές στη χώρα μας λόγω της προσήλωσής της στους δυτικούς «συμμάχους»  που την έβαζαν μπροστά σε όλους τους εγκληματικούς τους τυχοδιωκτισμούς. Γι αυτό, οι σοβιετικοί εστράφησαν προς τον Κεμάλ θεωρώντας τον ως απελευθερωτή της Τουρκίας από το σκοταδιστικό χαλιφάτο των Σουλτάνων, ταυτόχρονα δε και πιθανό σύμμαχό τους ενάντια στους Αγγλογάλλους ιμπεριαλιστές. Άλλωστε, αυτοί είχαν ήδη προσπαθήσει να ανατρέψουν τους Μπολσεβίκους με την εκστρατεία της Κριμαίας το 1919, στην οποία δυστυχώς η Ελλάδα του Βενιζέλου, υπακούοντας σε Γαλλικές εντολές, συμμετείχε με τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη (24.000 άνδρες). Δικαιολογημένες λοιπόν ήταν οι ενέργειες των σοβιετικών, αφού μονίμως είμαστε απέναντί τους.  Τελικά, οι «σύμμαχοι» την πιο κρίσιμη στιγμή της Μικρασιατικής εκστρατείας, εγκατέλειψαν την Ελλάδα που υπέστη μια ταπεινωτική στρατιωτική ήττα, και προσεταιρίστηκαν τον Κεμάλ καθώς στους μακρόπνοους σχεδιασμούς τους η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας απέναντι στη Ρωσία και τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής, μετράγανε πολύ περισσότερο από τις απαιτήσεις της Ελλάδας κι από τα εκατομμύρια των βασανισμένων και  ξεριζωμένων Ελλήνων της Μ. Ασίας. Το μόνο που απέμενε λοιπόν στους Άγγλους-Γάλλους και Ιταλούς, υπεύθυνους για την σε βάρος της Ελλάδας εξέλιξη των γεγονότων, ήταν να οργανώσουν μια διάσκεψη για σύναψη συνθήκης ειρήνης που θα διευθετούσε διπλωματικά την «Ελληνοτουρκική σύγκρουση». Έτσι το Νοέμβριο του 1922 άρχισε η Διάσκεψη στη Λωζάνη της Ελβετίας, με τον Άγγλο ΥΠΕΞ λόρδο Κώρζον να αυτοδιορίζεται πρόεδρος της Διάσκεψης και της πολιτικής επιτροπής με αρμοδιότητα τα εδαφικά προβλήματα, ο οποίος στη συνέχεια, διόρισε τον Γάλλο αντιπρόσωπο-τραπεζίτη πρόεδρο της οικονομικής επιτροπής  και τον Ιταλό αντιπρόσωπο στη  νομική επιτροπή. Δεν μπορούσαν βέβαια να λείψουν και οι ΗΠΑ που διεμήνυσαν στους Αγγλογάλλους ότι θα στείλουν παρατηρητή και «οφείλουν στις νέες ρυθμίσεις να λάβουν υπόψη τους σοβαρά και τα αμερικανικά συμφέροντα». Και όντως στη Διάσκεψη οι αμερικάνοι έκαναν τα πάντα ώστε το νέο τουρκικό κράτος να καταστεί αξιόπιστος συνεργάτης και μελλοντικός σύμμαχός τους  στη περιοχή.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ εντωμεταξύ, μετά την καταστροφή, είχε γίνει κίνημα στο Ναυτικό και την εξουσία πήρε μια αυτοαποκαλούμενη επαναστατική επιτροπή, με επικεφαλής τους συνταγματάρχες Ν. Πλαστήρα, Γονατά και τον αρχιπλοίαρχο Φωκά, που ανέθεσαν στον Ελ. Βενιζέλο την εκπροσώπηση της Ελλάδας στη διάσκεψη. Αυτοί οι καραβανάδες ήταν τόσο ελληναράδες, ώστε πριν συγκροτήσουν κυβέρνηση, υπέβαλαν στον Άγγλο πρέσβη στην Αθήνα, κατάλογο με ονόματα υπουργήσιμων, παρακαλώντας τον να επιλέξει εκείνος τα ονόματα αυτών που ήταν αρεστά στη Μ. Βρετανία. Κάτι που συνεχίζεται ως τις μέρες μας, με τη διαφορά ότι  η λίστα υποβάλλεται πλέον στον Αμερικανό πρέσβη. Μετά απ’ αυτό ήταν φανερό ποια θα ήταν η κατάληξη της «διαπραγμάτευσης» του Βενιζέλου στη Λωζάνη. Όποια ήταν και η κατάληξη της «πολύωρης διαπραγμάτευσης» του Τσίπρα το 2015 με τους τροϊκανούς. Πολλά σε βάρος της χώρας μας αλλά και των λαών της ευρύτερης περιοχής. Συγκεκριμένα: Τεράστια (για την εποχή) πολεμική αποζημίωση προς την Τουρκία ύψους 180 εκατομμυρίων στερλινών, που επειδή δεν υπήρχε δυνατότητα να βρεθούν, δέχτηκε ο Βενιζέλος να πληρωθούν σε είδος, με επέκταση δηλαδή των εδαφών της Αν. Θράκης που παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, πέραν των ορίων της Συμφωνίας. Έτσι όλη η Αν. Θράκη, η πλουσιότερη γη της Ελλάδας, δόθηκε στην Τουρκία, ενώ υπήρχε στρατιωτική δυνατότητα (ολόκληρη στρατιά του Έβρου,70.000 άνδρες ήταν εκεί), να μην παραχωρηθεί ούτε σπιθαμή θρακιώτικης γης. Υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών με βάση θρησκευτικά (όπως απαίτησαν οι Τούρκοι) κι όχι φυλετικά κριτήρια.  Με συνέπεια, η έλευση 1.5 εκατομμυρίων προσφύγων στην φτωχοποιημένη Ελλάδα, να προκαλέσει τεράστια κοινωνικά προβλήματα, που οι αλλεπάλληλες ελληνικές κυβερνήσεις τα «έλυναν» με τη λήψη ακραίων αντιλαϊκών και αντιδραστικών μέτρων. Η Τουρκία παραχώρησε  στην Ελλάδα έξη νησιά του Αιγαίου(Λήμνο, Σαμοθράκη, Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο, Ικαρία) και στην Ιταλία τα Δωδεκάνησα, ενώ πήρε Ίμβρο και Τένεδο. Παράλληλα υποχρεώθηκε να διεθνοποιήσει τα Στενά, να απεμπολήσει κάθε κυριαρχικό της δικαίωμα στην Κύπρο προς όφελος βέβαια της Μ. Βρετανίας, που φρόντισε έγκαιρα να στείλει στρατεύματα στη Μοσούλη του Ιράκ προκειμένου να κατοχυρώσει τα πετρέλαια της περιοχής, επιτρέποντας και συμμετοχή στην αμερικανική εταιρία Στάνταρ Όϊλ. Κι ενώ στη Γαλλία παραχωρήθηκε η κυριαρχία  επί της Συρίας και Λιβάνου, η Αγγλία εξασφάλισε την πλήρη κυριαρχία της σε Αίγυπτο και Σουδάν. Έτσι με πρόσχημα το λεγόμενο «Ανατολικό ζήτημα», μέσω της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης, έγινε μια συνολική διευθέτηση συμφερόντων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής που χαρακτηρίστηκε από τον τύπο της εποχής, σαν «το μεγαλύτερο παζάρι του αιώνα», «ένας διεθνής αγώνας δρόμου για το πετρέλαιο», ενώ ή ίδια η Συνθήκη «μύριζε αίμα και πετρέλαιο». Τα μετέπειτα γεγονότα δικαίωσαν πλήρως τους χαρακτηρισμούς αυτούς.

ΑΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ η ελληνική πλευρά να ζητάει αναθεώρηση της Συνθήκης με απαίτηση την επιστροφή της Αν. Θράκης, μάχεται για την διαιώνισή της, βαφτίζοντας τις  συνεχείς υποχωρήσεις της, έναντι της Τουρκίας, ρεαλισμό. Αυτή η στάση της Ελληνικής και Κυπριακής πλευράς συνέβαλαν στην αποθράσυνση της Τουρκίας, που παγίως ζητά αναθεώρηση της Συνθήκης (δεν είναι μόνο ο Ερντογάν, αλλά και όλοι πριν απ’ αυτόν), καθώς πάντα καταφέρνει κάτι προς όφελός της, έτσι: Με τη συνθήκη του Μοντρέ (20/7/1936), καταργήθηκε το ανοχύρωτο των στενών. Το 1938 προσάρτησε την Αλεξανδρέττα, που ανήκε στη Συρία και το 1974  εισέβαλε και προσάρτησε το 40% της Κύπρου.  Δυστυχώς, η διαρκής αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε όλο σχεδόν το Αιγαίο, είναι πολύ πιθανό ότι κάποια στιγμή θα της αποφέρει αποτελέσματα με δεδομένη την ραγιαδίστικη συμπεριφορά των εθελόδουλων ελληνικών κυβερνήσεων.

                                                   Κ. Α. Αποστολόπουλος

                                        Δημοτικός σύμβουλος Μεσσήνης     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου